- συσφαιρίσαντες
- συσφαιρίζωplay at ball togetheraor part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συσφαιρίζω — Α παίζω σφαίρα, παίζω μπάλα μαζί με άλλους («συμπιόντες ἅπαξ ἢ συσφαιρίσαντες ἢ συγκυβεύσαντες», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σφαιρίζω «παίζω σφαίρα, παίζω μπάλα» (< σφαίρα)] … Dictionary of Greek